- ἰσοπλεύρως
- ἰσόπλευροςwith equal sidesadverbialἰσόπλευροςwith equal sidesmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ισόπλευρος — η, ο (Α ἰσόπλευρος, ον) αυτός που έχει όλες τις πλευρές του ίσες («ισόπλευρο τρίγωνο») αρχ. 1) (για αριθμό) τετράγωνος 2) (ρητ.) (για περιόδους) με ίσο μήκος. επίρρ... ἰσοπλεύρως (Α) με ισόπλευρο τρόπο, με τετράγωνο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + … Dictionary of Greek